χρησιμεύω

χρησιμεύω
αμετ.
1) использоваться, применяться, служить (для чего-л.); 2) быть нужным, полезным, (при)годиться (для чего-л.);

σε τί μπορώ να σας χρησιμεύσω; — чем могу быть вам полезен?, чем могу вам служить?;

δεν χρησιμεύει σε τίποτε — это бесполезно


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χρησιμεύω" в других словарях:

  • χρησιμεύω — to be useful pres subj act 1st sg χρησιμεύω to be useful pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησιμεύω — χρησιμεύω, χρησίμεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρησιμεύω — ΝΜΑ [χρήσιμος] είμαι χρήσιμος σε κάποιον για κάτι …   Dictionary of Greek

  • χρησιμεύω — χρησίμευσα και χρησίμεψα 1. είμαι χρήσιμος, χρειάζομαι: Σε τίποτα δε χρησιμεύει πια αυτό το μηχάνημα. 2. είμαι ωφέλιμος σε κάποιον: Οι οδηγίες του θα σου χρησιμεύσουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρησιμεύσει — χρησιμεύω to be useful aor subj act 3rd sg (epic) χρησιμεύω to be useful fut ind mid 2nd sg χρησιμεύω to be useful fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησιμεύσουσι — χρησιμεύω to be useful aor subj act 3rd pl (epic) χρησιμεύω to be useful fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρησιμεύω to be useful fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησιμεύσουσιν — χρησιμεύω to be useful aor subj act 3rd pl (epic) χρησιμεύω to be useful fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρησιμεύω to be useful fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησιμεύσω — χρησιμεύω to be useful aor subj act 1st sg χρησιμεύω to be useful fut ind act 1st sg χρησιμεύω to be useful aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησιμεύσῃ — χρησιμεύω to be useful aor subj mid 2nd sg χρησιμεύω to be useful aor subj act 3rd sg χρησιμεύω to be useful fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησιμεύῃ — χρησιμεύω to be useful pres subj mp 2nd sg χρησιμεύω to be useful pres ind mp 2nd sg χρησιμεύω to be useful pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχρησίμευκεν — χρησιμεύω to be useful perf ind act 3rd sg χρησιμεύω to be useful plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»